- τετραμήνιος
- τετρᾰ-μήνιος, ον,A lasting four months,
γυμνασιαρχία POxy.1418.18
(iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γυμνασιαρχία POxy.1418.18
(iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραμήνιος — ον, Α αυτός που διαρκεί τέσσερεις μήνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + μήνιος (< μήν, μηνός), πρβλ. ἑπτα μήνιος] … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek